Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὲν Ἐλευσῖνι

См. также в других словарях:

  • Ἐλευσῖνι — Ἐλευσίς at Eleusis fem dat sg Ἐλευσῖνι at Eleusis indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Callimaque de Cyrène — Pour les articles homonymes, voir Callimaque. Callimaque Activités poète Naissance vers 305 av. J. C. Cyrène Décès vers 240 av. J. C. Alexandrie L …   Wikipédia en Français

  • PHENEUM — oppid. Arcadiae, ubi Moly herba nascitur. Populi Pheneatae, qui adorant Mercurium quintum. Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 22. ubi de Mercuriis: Quintus, quem celuns Pheneatae, qui et Argum dicitur interemisse, etc. Sed antiquissimus hic est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οργάς — ὀργάς, άδος, ἡ (ΑΜ) μσν. (για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμου αρχ. (ενν. γη) 1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός 2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • Ορλάνδος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1887 – 1979). Έλληνας αρχαιολόγος, φιλόσοφος και αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστήμιου Αθηνών και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής της αρχιτεκτονικής μορφολογίας και ρυθμολογΊας του Ε.Μ.Π. (1920 1958)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»